ὑπεραής — ὑπερᾱής , ὑπεραής blowing hard masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεραῆ — ὑπερᾱῆ , ὑπεραής blowing hard neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὑπερᾱῆ , ὑπεραής blowing hard masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὑπερᾱῆ , ὑπεραής blowing hard masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεραέα — ὑπερᾱέα , ὑπεραής blowing hard neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ὑπερᾱέα , ὑπεραής blowing hard masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άημι — ἄημι (Α) Ι ενεργ. 1. (κυρίως για ανέμους) φυσώ, πνέω 2. αναπνέω, εισπνέω παθ. ἄημαι 1. χτυπιέμαι, δέρνομαι ή καταβάλλομαι από τον άνεμο 2. (για ήχους) μεταφέρομαι, διαδίδομαι με τον αέρα 3. αμφιταλαντεύομαι, φέρομαι εδώ κι εκεί από αμφιβολία ή… … Dictionary of Greek
υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… … Dictionary of Greek
ὑπεραοῦς — ὑπερᾱοῦς , ὑπεραής blowing hard masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεραέι — ὑπερᾱέϊ , ὑπεραής blowing hard dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεραέος — ὑπερᾱέος , ὑπεραής blowing hard masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)